- συνόζω
- συνόζω,A smell (intr.) or be smelt together with, τινι Arist.Pr.907a3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνόζω — Α αναδίδω ταυτόχρονα δυσάρεστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄζω «μυρίζω, αναδίδω οσμή»] … Dictionary of Greek
συνοζένω — Μ μυρίζω, βρομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. συνόζω] … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek